τα μάτια της φορεμένα από νύχτες



Ψιθύριζε
και εγώ περιφερόμουν
μέσα στις λέξεις της
όπως τα αδέσποτα σκυλιά
περιφέρονται τις νύχτες
και ψάχνουν μια ελπίδα
μεταχειρισμένη
ή ένα όνειρο
άφταστο
που κατασπαράζουν
μια ανθρώπινη καρδιά.

Θα ήθελα να ήμουν σκύλος
- δίχως καρδιά ανθρώπου -
και να κυνηγάω
στο κατάμαυρο σκοτάδι 
εκείνο το φως
που θα με βγάζει
έξω από την ασχήμια
αυτής της πόλης
και των ονείρων
των πελατών της
- να με βγάζει
στα μάτια σου
τα λαμπρά,
τα φορεμένα
από νύχτες
και από σπάνια λουλούδια.

Ψιθύριζε,
διαρκώς ψιθύριζε,
κάποια λόγια
που είχε ακούσει
στο πιο μακρινό της όνειρο.

Και εγώ
έπεφτα
πάντα
σαν κορμός ώριμου δέντρου
για να φυτρώσει
στην θέση μου
κάτι από εκείνη.

Ήρθε
η βροχή
μα είχα
πνιγεί απ'το βλέμμα σου.

Ήρθε
το πυκνό σκοτάδι σου
να με χάσει
μα από πάνω μου
είχαν περάσει
χιλιετίες
που κοίταγα
το κορμί σου
και ετσί
σιωπηλά έφεξε.

Αφού
ένα πρωί
με βρήκατε
νεκρό στις λάσπες
για εκείνη,
πείτε της.

Πείτε της,
για τα λόγια
που έγραψα στις φωτιές
και για το ότι
ακόμα
την περιμένω
στον ίδιο δρόμο.

Τα χρόνια
πέρασαν,
και ήρθαν άλλα χρόνια
που εκείνη
σταμάτησε να ψιθυρίζει,
και ύστερα ζήσαμε,
γιατί πιστέψαμε
σε αυτό το ωραίο μάταιο,
σε κάποιους ψιθύρους,
σε κάποια ομορφιά,
σε κάποια σαν
τα δικά σου μάτια,
εκεί πιστέψαμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου