Προσωπογραφία της άγνωστης ώρας.






Ήταν δειλή και φοβισμένη.

Ταξίδευε μοναχά
 κάτω απ'τα σεντόνια.

Δεν ήταν τα σεντόνια
που την βάραιναν.

Ήταν η μοναξιά αυτή
 που την σκέπαζε.

Απ'το παράθυρο μονάχα 
κοίταγε τον κόσμο.

Άνθρωποι περαστικοί απ'την ζωή της
- πολλοί -

Αφήσανε σημάδια
που δεν φεύγουν.

Τα έτριβε με μίσος και μανία.

Εκείνα όμως
μέναν μέσα της
 και γίνονταν ομίχλη.

Ονειρευόταν μονάχα
να φύγει η καταχνιά.

Να πάψει να την πνίγει
ο εαυτός της.

Σε σώμα που δεν γνώριζε
προσπαθούσε εκείνον να δει.

Ήταν δειλή και ερωτευμένη.

Ταξίδευε μόνο 
στο όνομα του.

Στο πρώτο του 
φωνήεν δινόταν.

Λίγο αέρα ζητούσε
- να πάρει μακρυά το όνομα του -

Άνοιξε το κλειστό παράθυρο
- από εκεί ανάσαινε -

Έφυγε τότε η καταχνιά
που την σκέπαζε.

Έφυγε και το φωνήεν
που μέσα σπάραζε.

Όπως φεύγουν οι άνθρωποι
απ'τις δειλές ζωές μας

- αθόρυβα -


1 σχόλιο: