Ο ξεχασμένος άνθρωπος




Ο ξεχασμένος άνθρωπος
μένει σε μια παλιά πολυκατοικία,
σε μια γειτονιά ασπρόμαυρη.

Στον όροφο που μένει
φαντάζεται συχνά
εκείνη την γυναίκα.

Να κυκλοφορεί στον διάδρομο
και να έρχεται προς την πόρτα του.

Μέσα στο σπίτι,
ένα παλιό πιάνο ξεχωρίζει.

Όταν θλίβεται πιέζει τα πλήκτρα
ώσπου να βγάλουν φωτιές.

Έχει έναν ήχο σαν να
παραπονιούνται οι ξεκούρδιστες νότες.

Άλλες στιγμές,
στέκεται στο παράθυρο.

Μετράει τους ανθρώπους
με τις μαύρες ομπρέλες τους
και τσαλακώνει το βλέμμα του 
για να δει τα παράθυρα των απέναντι πολυκατοικιών 
που όμως τα σκεπάζουν οι κουρτίνες.

Ακούει τον άνεμο που μπαίνει απ'τα 
μισάνοιχτα ξεχασμένα παράθυρα 
και ψιθυρίζει χιλιάδες ονόματα.

Σαν λόγια που παρασύρθηκαν 
από το χάος του έξω κόσμου.

Κάθε τότε νιώθει αυτό το βάρος.

Σαν να κρατάει
όλη την θλίψη απ'τους ανθρώπους
που παρατηρεί.

Μετά μεθυσμένος από θλίψη
νομίζει πως την βλέπει παντού.

Βλέπει την ανάσα της στο τζάμι
και για λίγο ακούει την φωνή της.

Η ζωή περνάει,
από χείλη σε χείλη.

Μα έχει χρόνια να φιλήσει
την γυναίκα.

Φοβάται πια τα κύματα
που θα έρθουν.

Τότε προσμένει να εμφανιστεί
η γυναικά για να τον σώσει
από έναν βέβαιο πνιγμό.

"Μα τι ματαιότητα"
είπε.

- και έσυρε το κορμί του
ως την πόρτα της αλήθειας.

"Ήρθε ο καιρός" είπε

- ήρθε ο καιρός . . .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου