123



Κάθε σαν πεθαίνω
με πλημμυρίζει
μια ανάμνηση
μακρινή
και ύστερα
πέφτει σαν χιόνι απαλά
στην πραγματική
κόλαση της καρδιάς μου.

Αυτή η κόλαση
δεν μοιάζει
με τα μάτια που μισείς
ούτε με τα χέρια
που σιχαίνεσαι.

Αυτή η κόλαση
μοιάζει
μόνο σε εμένα
που στο βαθύτερο
μέρος το μυαλού μου
καίγομαι
μέσα στις σκέψεις.

Κάθε σαν πεθαίνω
γυρεύω ένα σώμα
γνώριμο
ή μια φωνή
πραγματική
σαν αυτόν τον κρύο αέρα.

Στο μυαλό μου
ήμουν πάντα ένας
πεθαμένος
που ζούσε μόνο
όταν όλα τα άστρα
άναβαν τα φώτα τους.

Το μυαλό μου
ήταν πάντα ένα νοσοκομείο
που κατοικούσαν πρόσωπα άγνωστα.

Πρόσωπα
ετοιμοθάνατα.

Πρόσωπα που έλαμψαν
για λίγο καθώς
τα έβλεπα από την σχισμή μιας πόρτας.

Και είναι άνθρωποι
που έζησαν σαν τα τεράστια απέραντα αστέρια
και έπειτα έσβηναν στο σκοτάδι της πόλης.

Το μυαλό μου
ήταν πάντα ένα νοσοκομείο
και εγώ έγνεφα πρόσωπα θολά
σε όλη μου την ζωή.

Κάποιοι πέθαναν
και κάποιοι
ακόμα ζητάνε το φως
στην άκρη του παραθυριού.

Από κάποιους
δεν έμαθα τίποτα άλλο παρά μόνο
το όνομα τους
και το πως ηχούν
σαν πονάνε
ή σαν ζητούν κάτι λυτρωτικό.

Κάθε τόσο πεθαίνω.

Και το μυαλό μου
ήταν τελικά πάντα
ένα νοσοκομείο
και εγώ σιγούσα τις νύχτες
για όσους ξεψυχούσαν
και ύστερα έκλαιγα
για όλη την ανθρωπότητα
και για εμένα που καιγόμουν
άφησα μόνο
μια πραγματικότητα
να ποδοπατήσω
σαν έρθει η ώρα
να αφήσω τα φτερά μου
σε αυτή την κόλαση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου