καταιγίδα.


Η καταιγίδα
είχε
μόλις φτάσει
απρόσμενα
πάνω
στις ολόγυμνες
ξεσκισμένες
ψυχές μας.

Πάνω στις στάλες
της βροχής
εμείς
σκαλίζαμε
τυχαία 
γράμματα
και ύστερα
προσπαθούσαμε
να τα αισθανθούμε
με την αφή
για να
δούμε
ποιες λέξεις
πήραν
τον μεγαλύτερο πόνο.

Στο βάθος
ο ήχος
απ'τις βροντές
γινόταν εντονότερος
και τα κορμιά μας
δινόντουσαν
μέσα στο λευκό
χρώμα
της καταιγίδας
σαν να περίμεναν
να πλημμυρίσουν 
και να λυτρώσουν
το ένα το άλλο.

Τα μάτια σου
- βυθισμένα
στο νερό
και στον τρόμο -
τα σκέπαζε
η ανάγκη 
για
μια τρυφερή φωτιά.

Όσο
κρατάει
αυτή
η βροχή
ο εαυτός μου
μέσα μου
στεγνώνει.

Και
όταν
η βροχή
φωνάζει
μέσα από μια αστραπή
καθώς
απλώνω
τον πόνο μου
στο χέρι σου
- είναι
λες και
δεν ακούγεται ο βρόντος της
αλλά η καρδιά μου
που χτυπάει
για εσένα
στο χάος
της βροχής.

Τα βήματα μου
λασπωμένα
και όμως
άγγιξαν
τον δρόμο σου
προς την ευτυχία.

Θα ήθελα
τόσο να σου μιλήσω
για τα ποιήματα
που πέφτουν
απ'τα μαύρα σύννεφα
και καταλήγουν
να κάνουν
μια τρύπα
στην καρδιά μου.

Πάνω
στο βρεγμένο χώμα
ήλπιζα
να μεγαλώσει
μια άλλη καρδιά
και ένα άλλο σώμα
γιατί πια
κουράστηκα.

Η καταιγίδα
τώρα σώπασε.

Το κορμί σου
ψιθύρισε
για
μια βροχή
που ποτέ
δεν έφτασε
στον προορισμό της.

Έξω,
τα φύλλα
των δέντρων
έσταζαν
νερό
και με αυτό
ξεδιψούσαν
οι
περαστικοί
προς την κόλαση.

Ύστερα,
το μόνο που θυμάμαι
είναι να χάνεσαι
μέσα σε αυτά τα άπιαστα χρώματα.

Και
κάπου εκεί
 - για λίγο -
ήμουν εγώ
παιδί
όπως
με άφησε η πραγματικότητα
- και έγραφα
πάνω στο νωπό χώμα
για τις πιο βαθιές στιγμές
και για ένα
παντοτινό ξενόφερτο όνειρο
- που αν μας σκότωσε
ήταν επειδή
πιστέψαμε
στο αθάνατο ταξίδι
που έδειχναν
τα μάτια σου
σαν κοιτάζανε
στο φως
της καταιγίδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου