555



Ακουγόντουσαν
μόνο
τα αισθηματικά
- γεμάτα τρυφερότητα -
δάχτυλα σου
που γράφανε
πάνω
στην λευκή ψυχή μου
ένα τέλος
ήδη προκαθορισμένο.

Όλο
το βράδυ
έσβηνες
τις καταραμένες λέξεις
πάνω στην πλάτη μου
που κουβαλούσα
απ'το παρελθόν.

Μετά
ξαπλώναμε
στο κρεβάτι
και τα σεντόνια
ήταν η επιφάνεια
μιας θάλασσας
που μας βύθιζε
όλο και πιο πολύ.

Τα μάτια
σου
σαν μια μέθη
που
μας επιστρέφει
στον τόπο
της 
πρώτης μας
καταστροφής.

Η σκιά
σου έπαιζε
πάνω στον τοίχο
έναν άλλο εαυτό
που κανείς
ποτέ
δεν αναγνώρισε.

Τα
ρούχα σου
με την ψυχή μου βγαλμένα
έμοιαζαν
σαν να άνηκαν
εκεί
στην άκρη
από πάντα.

Ήμουν
εκεί
στο φως σου
αλλά
την ίδια στιγμή
δεν ήμουν.

Δεν ήμουν
εγώ
αυτός
πάνω στην καρδιά σου.

Γιατί η ψυχή μου
είχε πηδήξει
από καιρό
στο κενό.

Ήταν
το πιο
ακριβοπληρωμένο 
όνειρο
που
ξάπλωσε
στο φως σου.

- Και έτσι
ζούσα
την απουσία μας
μόνο
από
προσωρινές
επιστροφές
και από αυτό
το άρωμα
που έχει μείνει
πάνω στην
θέση
του κρεβατιού
που πάντα
άπλωνες το χέρι
σου για να με σώσεις.

Εκείνο το βράδυ
ακουγόταν μόνο
η φωτιά
που έκαιγε
τα γραπτά
που είχα
γράψει στην κόλαση.

Και
αυτό το
ρολόι
στον τοίχο
με τα αργά
βήματα του
μου θύμιζε πάντα
το ποτέ.

Ακουγόταν
μόνο
η ανάμνηση
της φαντασίας
που σιωπούσε.

- Και προς το τέλος - 
ένας πένθιμος
ψίθυρος
ποιημάτων
συνόδευε
όλες τις αμαρτίες μου.

Αυτή
ήταν η νύχτα
που με άλλαξε.

Και αν επιβίωσα
- δες τις παλάμες μου
πως είναι από λέξεις ραμμένες.

Τώρα
- σκέφτομαι -
ποιος αγωνιά
για το αύριο;

Μπορώ
με μια κίνηση
να μάθω
που καταλήγουν
όλα τα όνειρα
και αυτές
οι προσωρινές
επιστροφές.

Μα
είναι που
μέσα
στο εγκαταλελειμμένο
μυαλό μου
ακούω
ακόμα
εσένα
να μην παραδίνεσαι
και μονάχα
να γράφεις
σαν ανάμνηση
- όπως τότε -
αισθηματικά
με τα μοναχικά
δάχτυλα σου
και να 
λευκαίνεις
την μαύρη πια
και
ακρωτηριασμένη
ψυχή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου