ποιημα



Θυμάμαι
στο πρόσωπο σου
χρώματα
που έπεφταν
- συνήθως
έμπαιναν
από ένα παρελθόν
που δεν κατακτήσαμε
ή
άλλες φορές
απ'το παράθυρο
και μαζί με το φως
έμπαινε και 
μια πεταλούδα
και στεκόταν
στην άκρη των
δαχτύλων σου
σαν να έψαχνε
για χρόνια
ένα έδαφος.

Θυμάμαι
- και ας πέρασε καιρός -
μια αστραπή
χάραξε
τα κορμιά μας
και μεθυσμένοι
όπως ήμασταν
έσταζαν οι στάλες
της βροχής
μέσα στο κενό μας
- από τότε
 πνιγόμαστε ακόμα
σε εκείνη την
νεροποντή.

Ένα πρωί
μπέρδεψα
τα μάτια σου στο πλήθος.

- Και εκείνη -
σου έμοιαζε τόσο
που καθώς έφευγε
με εκείνο το απαλό μαύρο
φόρεμα
άφηνε πίσω της
χιλιάδες ποιήματα
για να πιαστούν
οι μνήμες
που όσο πάει
σβήνονται.

Ακόμα
θυμάμαι
το φιλί σου
και τα όνειρα
που πρόσφερε.

Και ύστερα
αυτό το χάδι σου
ήταν
τόσο τρυφερό
που με σκότωσε
μα το έμαθα
χρόνια αργότερα.

Και αν μακριά σου
έζησα,
και τι;

Και αν περπάτησα πάνω σε νεκρές μνήμες,
και αν με γύρεψε ο θάνατος,
και αν χάθηκε κάθε ψυχή και αξιοπρέπεια,
και αν ακόμα με εγκατέλειψα σε μια αποτυχία
- τίποτα δεν είναι πιο οδυνηρό
απ'το να μπερδεύω
τα μάτια σου στο πλήθος.

Τα ποιήματα μου
- και ας μην το μάθεις ποτέ -
σε έψαξαν
μέσα σε κραυγές από πόνους,
μέσα στους πιο σκοτεινούς διαδρόμους,
μέσα στο απόλυτα τίποτα
- και αν δεν σε βρήκαν
είναι γιατί
έχεις φυλακιστεί 
ακόμα
σε εκείνο το φως
που έπεφτε
ή αλλιώς
σε αυτό το 
απέραντο
μαζί
για πάντα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου