το τελευταίο



Το φθινόπωρο είχε φτάσει.

Ίσως από πάντα.

Μα πλέον
στους δρόμους
κυριαρχούσε
μια υγρασία
και αυτά
τα κίτρινα φύλλα
που ο αέρας
τα παρέσερνε
- ίσως σε ένα όνειρο.

Ακόμα
και σε αυτά
τα φύλλα
είδα κάτι
απ'την ζωή μου
- κάτι από
αυτά τα μάτια σου
που ταίριαζαν
σαν μια μουσική
στο απόγευμα
ενός φθινοπώρου
καθώς
τα σύννεφα
σκέπαζαν
το κορμί σου
και ύστερα
ερχόταν η μπόρα.

Θα έρθει
ο χειμώνας
ξανά
και μπορεί
για πάντα
να χαθούμε
μέσα στο μοναχικό μας κρύο
- όπως μερικά δέντρα
που αυτοκτονούν
γιατί χάνουν
τα φύλλα τους
και μένουν γυμνά
και πάνω τους
σκαρφαλώνουν μόνο
τα πουλιά που
δεν μεταναστεύουν
και μας παραχωρούν
με ένα τραγούδι
την τεράστια
συντροφιά τους.

Και εγώ
είμαι
ένα δέντρο
πια μόνο
μα σ'αγαπώ
σαν ελπίδα
ανάμεσα
σε χιλιάδες
νεκρά φύλλα
φθινοπώρου.

Θυμάμαι
τα λόγια
εκείνα
που ήταν
ηχογραφημένα
σε μια παλιά
κασέτα
που βρισκόταν
στο πατάρι
μαζί με
τις αυτοχειρίες
των χειμώνων.

Τώρα
τα λόγια
τα ακούω.

Θα
έρθει
κάποτε
ένας άνθρωπος
στην ζωή σου
που με ένα βλέμμα
θα καλύψει
όλα τα ανείπωτα λόγια
της ζωής σου
- και με ένα χάδι
θα χτίσει
όλα κενά
της πραγματικότητας
που είχες
υποστεί.

- και
εσύ
για εμένα 
ήσουν
μια φωτιά
και ένα παραμύθι
και εγώ
ένα παιδί
πρόσφυγας
στο χώμα
μιας καρδιάς
που πόθησα
σαν δικιά μου.


- Τώρα
έμαθα -
και ναι
είναι αλήθεια
- αυτό το πρόσωπο
ίσως χαθεί
- ίσως
και σε μια στιγμή -
και σε εμένα
συνέβη
και από
τότε
πνίγομαι
στους εφιάλτες
και στις
ανεκπληρώτες
λέξεις.

Μα
αν
στο τέλος
μας φίμωσε
ο πόνος
της σιωπής
τουλάχιστον
ζήσαμε
για λίγο
την πραγματικότητα
όπως
εμείς
την δημιουργήσαμε.

Το φθινόπωρο
πια
πενθεί
τους νεκρούς
του.

Οι γείτονες
σιωπηλοί πια
στα σπίτια τους
κλείνουν
τα παράθυρα
και
δεν με
αφήνουν να μπω
να μοιραστούμε
αυτή την φωτιά.

Μα ίσως
πάντα
αυτό
που μας
χωρίζει
απ'τους ανθρώπους
- και  ας είσαι
ένα βήμα
απόσταση από
κάποιον -
είναι μια
ομίχλη
που σε πνίγει
είτε
από το
άγνωστο
είτε
επειδή
γνωρίζεις
την αλήθεια
στα μάτια του άλλου.

Και
εγώ
γνώρισα
ανθρώπους
που αφότου
νίκησαν
δεν μίλησαν
ποτέ
και μόνο
δόθηκαν
σε μια αιώνια
μουσική
ή
στη λύση
ενός
ανεξήγητου
μακρινού
όνειρου.

Άλλοι
έφυγαν,
άλλοι
δεν ήρθαν
ποτέ.

Όταν κάποιος
φεύγει 
αφήνει
πάντα
κάτι πίσω
του
- άλλες φορές
μια φωτογραφία
στο χρώμα της θλίψης
που ποτέ
δεν έχουμε
το κουράγιο να αντικρίσουμε 
ή άλλες φορές 
ένα ρούχο
που μπορεί
ακόμα
να αναπνέει
αυτό οικείο άρωμα
που μοιραστήκατε.

Άλλοι
αφήνουν
μια ανάμνηση
θολή και πια
πένθιμη.

Και αυτά
τα λόγια του,
που θα σε περιμένουν
για μια αιωνιότητα
ακόμα.

Και
εγώ
θα περιμένω
να σου παραχωρήσω
ό,τι αθωότητα
και ζεστασιά
μου έχει μείνει.

Στο
κορμί σου
θα γραφτεί
το τέλος.

Και
πια
δεν με νοιάζει
- ας
μην ζήσω
άλλο
χειμώνα μόνος.

Μα
τώρα
που έφυγες
ποιος
θα παίρνει
την θέση
του ήλιου;

Αυτός
που φεύγει
παίρνει
και πάντα κάτι
από εσένα.

Ένα ποίημα
ή άλλοτε
την καρδιά σου
και τα χιλιάδες
διάσπαρτα κομμάτια
που σε βασανίζουν.

Γιατί
για μερικούς
ανθρώπους
πρέπει
να χάσεις
όλον
τον εαυτό σου
και να αδειάσεις
για να χωρέσει
μέσα σου
ή κοφτερή
ακόμα μάτια τους
ή 
έστω
ένα γράμμα
απ΄το
πελώριο
"γιατί;".

Το φθινόπωρο
τώρα
ήταν μόνο μερικά
χρώματα
και στα σιωπηλά
χέρια μου
σκιαγραφούσα
τους ανθρώπους
που γνώρισα
και έφυγαν
καθώς
το φως
έπεφτε
γλυκά
πια
πάνω
στο πένθος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου